ένηβος

ένηβος
ος , ον см. έφηβος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ένηβος" в других словарях:

  • ένηβος — η, ο (AM ἔνηβος, ον) [ήβη] αυτός που βρίσκεται στην ήβη, που μπήκε στην εφηβική ηλικία …   Dictionary of Greek

  • ἔνηβον — ἔνηβος in the prime of youth masc/fem acc sg ἔνηβος in the prime of youth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήβου — ἔνηβος in the prime of youth masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνήβους — ἔνηβος in the prime of youth masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔνηβοι — ἔνηβος in the prime of youth masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήβη — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Ήταν κόρη του Δία και της Ήρας. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Αθάνατοι την πάντρεψαν με τον Ηρακλή μετά την αποθέωσή του. Προσωποποίηση της νεότητας, είχε τα καθήκοντα της οινοχόου των θεών και ιδιαίτερης θεραπαινίδας της Ήρας …   Dictionary of Greek

  • ενηβητήριον — ἐνηβητήριον, το (Α) τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + τήριον*] …   Dictionary of Greek

  • ενηβώ — ἐνηβῶ, άω (Α) [ένηβος] 1. περνώ την περίοδο τής ήβης, τής νεότητας, περνώ τα νιάτα μου 2. διασκεδάζω, ευθυμώ («ἐνηβήσας τῇ κατὰ χειμῶνα οἰκουρίᾳ», Λόγγος) 3. (για φυτά) ακμάζω, θάλλω, αυξάνομαι 4. (αμτβ.) βρίσκομαι στην ακμή τής νιότης …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»